Στην Κύθνο και στην Πάρο (καλύτερα να έμενα…)

Κανονικά, το επόμενο ποστάκι θα έπρεπε να έχει γραφτεί πολλές, πολλές ημέρες πριν, όπως και δυο-τρια ακόμη που είχα κατά νου, όταν έφευγα συν γυναιξί και τέκνοις για τα Θερμιά, όπως λένε οι κυκλαδίτες την Κύθνο λόγω των θερμών ιαματικών πηγών που είναι από την αρχαιότητα αξιοποιημένες, στα Λουτρά, στο ΒΑ τμήμα του νησιού. Ωστόσο, μία σειρά από σοκ με αφετηρία την Πάρνηθα και κατάληξη το Γ.Γεννηματάς μου έκοψαν την όρεξη.

ΠΑΡΟΣ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΗΣ ΚΥΘΝΟΣ

Επειδή λοιπόν όταν φτύνουν κάποιον και αυτός λέει ότι βρέχει δεν υπάρχει προοπτική βελτίωσης για κανέναν υπεύθυνο, πολιτικό ή διοικητικό, ας τα ξεχάσουμε και ας ασχοληθούμε με την Κύθνο, αλλά και με την πίσω πλευρά της Πάρου, επικουρικά.

Το επόμενο νησί «δίπλα μας» μετά το δίπλα
Ως γνωστόν (;), απέναντι από την ακτή της Ανατολικής Αττικής και το Λαύριο, με το ακατοίκητο νησί της Μακρονήσου να παρεμβάλλεται, πρώτος προορισμός είναι η Κέα ή Τζια. Οι Αθηναίοι την έχουν πάρει χαμπάρι την τελευταία δεκαετία και βάλε, με αποτέλεσμα να μαζεύει «αστικό τουρισμό», πάει να πει στυλάκι και ποιότητα, αλλά και τσιμπημένες τιμές. Όποιος αποφασίσει να πάει ένα βήμα παρακάτω, έρχεται αντιμέτωπος με την Κύθνο.

Το νησί έχει πολλές καλές παραλίες σε όλες τις πλευρές (άρα αρκετές απάνεμες σε κάθε περίπτωση), σε όλες σχεδόν δε τα αρμυρίκια παρέχουν σκιά και συχνά και μία ταβερνούλα παρέχει και τα άλλα χρειώδη, ώστε να μην χρειάζεται να τρέχει κανείς από το ένα μέρος στο άλλο.

Ένα καλό οδικό δίκτυο…
Σε αντίθεση με τα περισσότερα κυκλαδονήσια (και νησιά εν γένει) που μπορώ να φέρω στο μυαλό μου, η Κύθνος έχει ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό: δεν έχει περιμετρικά του νησιού δρόμο, με ένα δύο ανηφόρια για τις «χώρες». Αντίθετα, έχει κύριο οδικό άξονα ψηλά, από Βορρά προς Νότο (διακόπτεται μόνο μεταξύ Χώρας και Δρυοπίδας, σίγουρα για κάποια μικροσυμφέροντα ώστε να μην ατονήσει το λιμάνι ή την ηλίθια έχθρα μεταξύ χωριών, δείτε εδώ), από τον οποίο κατεβαίνουν οι δρόμοι προς τους παραθαλάσσιους οικισμούς και τις παραλίες.

Αποτέλεσμα αυτού είναι οι αποστάσεις να είναι μικρότερες από ότι σε άλλες περιπτώσεις για τα ίδια χιλιόμετρα. Ο κεντρικός δρόμος είναι καλός γενικά και οι γκρεμοί ένθεν και ένθεν μικρότεροι και λιγότεροι, κάτι που βοηθάει και το γυναικείο φύλο.

Ένα ακριβό λιμάνι…
Η αλήθεια είναι ότι ο Μέριχας δεν είναι και το πλέον παραδεισένιο τοπίο, με αυτό το πενταόροφο τερατούργημα-ερείπιο που κάποιος σήκωσε, επί χούντας ή αργότερα. Η παραλία είναι ήρεμη αλλά σχετικά λασπερή και φιλοξενεί αρκετά μαγαζάκια, από τα οποία καλό είναι να αποφύγετε τις πολυπληθείς παραγγελίες. Ψαράκι φρέσκο, σαλάτα και ως εκεί. Άμα ανοιχτείτε σε όσα όμορφα σας τάζουν, θα πετάξετε πολλά λεφτά για λίγα πράγματα. Από την άλλη, αν το θέλετε, ελεύθερα.

Αντίθετα με το φαγητό πάντως, τα μπαράκια που έχουν τραπεζάκια στην άμμο δεν είναι ιδιαίτερα ακριβά και μάλλον κερδίζουν τη συμπάθειά μας, πόσο μάλλον εάν σέρνετε και καρότσι με κοιμισμένο πιτσιρίκι κατά την προσπάθειά σας να πιείτε ένα ποτό σαν άνθρωποι.

Για φαγητό, εκεί που κάνετε μπάνιο
Όπως είπα και παραπάνω, οι περισσότερες από τις παραλίες του νησιού έχουν έναν υποτυπώδη οικισμό και τουλάχιστον μία ταβερνούλα. Σε όσες πήγα ήταν καλές και κατά πολύ φθηνότερες του Μέριχα, με εξαίρεση ίσως αυτή στην Επισκοπή, όπου ωστόσο πέσαμε σε εξεζητημένα πράγματα που δικαιολογούν το χαράτσι.

Καλύτερος συνδυασμός κατά τον γράφοντα, οι Λεύκες, με την όμορφη ρεματιά και το πράσινο μποστάνι μέσα στην ξεραΐλα των Κυκλάδων. Παραλία προστατευμένη από το βοριά, με ελάχιστο τμήμα χωματόδρομου πλήρως βατού για να φτάσεις, έχει ευρύχωρο ταβερνάκι φάτσα στη θάλασσα. Εντός νερού άμμος ρηχή, εκτός νερού άμμος πολλή για τα πιτσιρίκια. Σημειωτέον, πεντακάθαρη. Αναποδογυρίζοντας μία-δυο χούφτες βρεγμένη άμμο ακριβώς δίπλα στο νερό, η διαφορά με τις πλαζ του ΕΟΤ θα είναι εμφανής (δοκιμάστε και θα καταλάβετε).

Ακολουθεί η ταβερνούλα στην ανατολική άκρη του οικισμού της Παναγιάς της Κανάλας, μετά τον εξαιρετικό κήπο στο προαύλιο της εκκλησίας. Ειλικρινά δεν θυμάμαι άλλο προαύλιο ναού που να κρατάει τόσο πολύ την αρχαιοελληνική παράδοση που θέλει τον περιβάλλοντα χώρο του ναού να είναι τόπος πρασίνου και ηρεμίας. Η παραλία του οικισμού όμως, αν και ονομάζεται Μεγάλη Άμμος, δεν δικαιολόγησε φέτος το όνομά της. Μάλλον λόγω καιρού, είχε άμμο και κάποια βότσαλα έξω, αλλά μέσα αρκετά βράχια για να μην είσαι απόλυτα ευδιάθετος με το νιάτο που πλατσουρίζει στο κύμα. Μαγαζάκια πάντως περιμένουν και εκεί τον διψασμένο και πεινασμένο περιηγητή.

Νότια, και άρα ενοχλητικά απροστάτευτος αν φυσάει από εκεί, ο Άγιος Δημήτριος, με την μεγαλύτερη από τις προαναφερθείσες αμμουδιά (σε πλάτος και μήκος) με ωραία άμμο, πολλά αρμυρίκια και υπόνοια υποδομών, όπως παγκάκια και μία παιδική χαρά. Πίσω, επίσης υπάρχουν ταβερνάκια.

Εάν είστε στο λιμάνι του Μέριχα και θέλετε μία γρήγορη λύση, στα 500 μ. βόρεια περιμένει ο μικρός όρμος Μαρτινάκια που είναι πολύ βολικός, επίσης με άμμο και αρμυρίκια έξω και μερικά βράχια μέσα.

Is bigger better?
Ένα από τα «κλου» του νησιού είναι η διπλή παραλία της Κολώνας που είναι διάσημη και δεν ασχολούμαι παραπάνω. Άμα έχετε σκάφος την ξερετε, άμα δεν έχετε μην πάτε, είναι γεμάτη από τους προαναφερθέντες. Ωραία είναι, αλλά ως εκεί. Νωρίτερα στον ίδιο δρόμο υπάρχει ο κόλπος της Απόκρουσης, ο οποίος είναι στην ένωση δύο βαθειών, έφορων κοιλάδων (πιθανώς θα είναι πολύ ωραία μία ανάβαση ειδικά της βόρειας προς τη Χώρα). Πολύ μεγάλη αμμουδιά σε μήκος και πλάτος, αν και σχετικά λασπώδης, είναι πλήρως προστατευμένη από τον αέρα και άρα ενδείκνυται για ημέρες με αρκετά μποφώρ.

Περίπου τα ίδια ωστόσο ισχύουν και για τον επόμενο όρμο στα νότια, την Επισκοπή, με δύο διαφορές. Είναι μικρότερη σε μέγεθος και έχει ταβέρνα όχι πολύ κοντά στη θάλασσα αλλά λίγο ψηλότερα στη νότια πλευρά του όρμου (όπου τσιμπήσαμε φοβερό σαλάχι και σμέρνα τηγανητή – ναι, γίνεται και έτσι και είναι αφρός, αν και δεν αρέσει σε όλους).

«Ωραία χώρα!» εις διπλούν
Ανεβαίνοντας από το Μέριχα προς τα πάνω, συνήθως η Δρυοπίδα είναι ο πρώτος μη παραθαλάσσιος οικισμός που επισκέπτεται ο τουρίστας. Σφικτή δόμηση – κατάλοιπο της ρυμοτομίας της εποχής των πειρατών και γραφικά σοκάκια, όπου μπορείτε να βρείτε μέσα από δαιδαλώδη διαδρομή ωραία μαγαζάκια, ένα-δυο μπαράκια και προς την κορυφή το αρχαίο ορυχείο χαλκού, το οποίο αξίζει να επισκεφτείτε όχι γιατί είναι κάτι σπουδαίο, αλλά γιατί διδάσκει πώς νοιώθουν μέχρι σήμερα οι εργάτες των ορυχείων στον Τρίτο Κόσμο, όπου επικρατούν προΐστορικές συνθήκες.

Ωστόσο, το «καμάρι» του νησιού είναι η Κύθνος, η άλλη, μεγάλη Χώρα, λίγο βορειότερα. Ανεπτυγμένη σε οροπέδιο με θέα τα Λουτρά και την ευρύτερη βορειοανατολική πλευρά, έχει εξωρραϊστεί προσεγμένα, τα κεντρικά σοκάκια είναι πολύχρωμα και γραφικότατα και άλλα συναφή που θα με κάνουν να μοιάζω με εκπομπή του σαββατοκύριακού. Αξίζει να την περπατήσετε από άκρη σε άκρη. Πρόκειται για μία από τις ομορφότερες Χώρες των Κυκλάδων. Πηγαίνοντας από το Μέριχα, εάν είναι ανθισμένες οι πικροδάφνες, θα θαυμάσετε ένα ροζ ποτάμι να κατεβαίνει τη ρεματιά στο κυκλαδίτικο άνυδρο τοπίο.

Λουτρά για σκάφη και… ναυάγια (no offence)
Από την άλλη, αυτά τα ρημάδια τα Λουτρά, προσωπικά δεν μου είπαν κάτι το ιδιαίτερο. Ασφαλής όρμος, πολλά σκάφη, η καλύτερη ταβέρνα για κοψίδια στου Κούτσικου, αλλά ως εκεί. Συμπαθητικές οι μικρές παραλιούλες, πλην όμως εάν δεν σκοπεύετε να επισκεφτείτε τα ιαματικά λουτρά (τα νερά τρέχουν δίπλα στο δρόμο), υπάρχουν καλύτερα μέρη. Ίσως και να τα αδικώ, βέβαια.

Και αρκετά αργότερα, Πάρος
Αφού λοιπόν γυρίσαμε και είδαμε την καψαλισμένη Αθήνα και κάτι πρησμένους λεμφαδένες, όπως λέει και στο λιντ, πήγαμε λόγω «κοινωνικών υποχρεώσεων» σε παρτάκι γαμήλιο φίλων στο Πίσω Λιβάδι της Πάρου. Άγνωστη μέχρι τότε για μένα η ανατολική πλευρά του νησιού, ενώ και η δυτική ανακαλεί αναμνήσεις από τότε που ζούσε ο Ανδρέας, η Μελίνα, η Αλίκη, η Τζένη κτλ. κτλ.

Λοιπόν, ο οικισμός είναι εξαιρετικός για οικογενειακές ή ζευγαρο-διακοπές. Απάνεμη μικρή παραλία, στα 10 λεπτά ποδαρόδρομο μεγάλη παραλία και στα 15′ το διάσημο Punta Beach (προσωπικά δεν με ενθουσιάζει αλλά γίνεται χαμός). Και πού να μείνετε; Ανεπιφύλακτα από άποψη εξυπηρέτησης στο San Antonio (δείτε εδώ), γιατί μεταξύ άλλων δεν έχετε δει αλλού Έλληνες ιδιοκτήτες πισινάτου ξενοδοχείου τόσο ευγενείς και εξυπηρετικούς και πολύγλωσσους – αξίζει να επιβραβευτούν. Το πρωινό είναι χορταστικό και οι τιμές λογικές (από 15 Ιούλη μέχρι τέλη Αυγούστου στα 75-80 ευρώ, οπότε Ιούνιο εάν πάτε και καθημερινές σίγουρα θα βρείτε κάτι καλύτερο.

Για ποτάκι, το Brazil στην παραλία εγγυάται πολύ καλά μοχίτο και καϊπιρίνιες, Guinness, ενώ το δίπλα ζαχαροπλαστείο τουλάχιστον φέτος είχε και την υπέροχη καπνιστή Schlenkerla (δείτε εδώ), που όντως αξίζει να δοκιμάσετε (και μετά να αγοράσετε διαδικτυακά στο προηγούμενο link).

Το φάγαμε το μισό καλοκαίρι
Δέκα ημέρες τέλη Ιουνίου (γλιτώσαμε τον καύσωνα), ένα διήμερο μέσα Ιουλίου, σιγά σιγά περνάει άλλο ένα καλοκαίρι. Με καλή διάθεση, ώστε μετά από ένα μηνα να επιστρέψω στο ιστολόγιό μου. Ακόμη πάντως να χωνέψω την Πάρνηθα. Πού θα πάει, θα το καταπιούμε κι αυτό…

Σχολιάστε